επιστητός

επιστητός
η , ό[ν] познаваемый, доступный познанию

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επιστητός" в других словарях:

  • ἐπιστητός — that can be scientifically known masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστητός — ή, ό (AM ἐπιστητός, ή, όν) [επίσταμαι] το ουδ. ως ουσ. το επιστητό(ν) ό,τι μπορεί να μάθει καλά ο άνθρωπος και να τό υποστηρίξει λογικά («τό ἐπιστητὸν μαθητόν», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «επί παντός τού επιστητού» ειρων. για όποιον νομίζει ότι τά ξέρει… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιστητά — ἐπιστητός that can be scientifically known neut nom/voc/acc pl ἐπιστητά̱ , ἐπιστητός that can be scientifically known fem nom/voc/acc dual ἐπιστητά̱ , ἐπιστητός that can be scientifically known fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστητῶν — ἐπιστητός that can be scientifically known fem gen pl ἐπιστητός that can be scientifically known masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστητόν — ἐπιστητός that can be scientifically known masc acc sg ἐπιστητός that can be scientifically known neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστηταί — ἐπιστητός that can be scientifically known fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστητοῖς — ἐπιστητός that can be scientifically known masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστητοῦ — ἐπιστητός that can be scientifically known masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστητή — ἐπιστητός that can be scientifically known fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστητήν — ἐπιστητός that can be scientifically known fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστητῶς — ἐπιστητός that can be scientifically known adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»